ψυχοσσόος

ψυχοσσόος
-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει την ψυχή, που διατηρεί την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -σσόος (< σόος, επικ. τ. τού επιθ. σῶος
«ασφαλής»), πρβλ. πολι-σσόος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοσσόον — ψῡχοσσόον , ψυχοσσόος saving the soul masc/fem acc sg ψῡχοσσόον , ψυχοσσόος saving the soul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”